- ῥομβίζω
- ῥομβ-ίζω,=A
ῥομβέω, εἴ σε κλωστὴρ Μοιρέων ἐρόμβισεν
Mélanges Nicole308
([place name] Panticapaeum).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ῥομβέω, εἴ σε κλωστὴρ Μοιρέων ἐρόμβισεν
Mélanges Nicole308
([place name] Panticapaeum).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ρομβίζω — Α περιστρέφω, συστρέφω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥομβῶ (Ι), κατά τα ρ. σε ίζω] … Dictionary of Greek